- σηραγγώδους
- σηραγγώδηςfull of holes: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
σηραγγώδους — σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπαντρος — ον, Α 1. ο γεμάτος σπήλαια κάτω από την επιφάνειά του («ὑπάντρου δὲ καὶ σηραγγώδους οὔσης κατὰ βάθους τῆς γῆς», Στράβ.) 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος («οἴκοι ὕπαντροι», Αιλ.) 3. αυτός που κατοικεί κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek